ξελασπώνω

ξελασπώνω
1. καθαρίζω κάτι από τις λάσπες
2. βγαίνω ή απαλλάσσομαι από τις λάσπες
3. μτφ. α) βγάζω κάποιον από δύσκολη οικονομική κατάσταση
β) βγαίνω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν («πλήρωσα τα χρέη μου και ξελάσπωσα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξελασπώνω — ξελασπώνω, ξελάσπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξελασπώνω — ξελάσπωσα, ξελασπώθηκα, ξελασπωμένος 1. μτβ., βγάζω τη λάσπη, καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τη λάσπη. 2. αμτβ., βγαίνω ή καθαρίζομαι από τη λάσπη. 3. μτφ., βοηθώ κάποιον να βγει από οικονομικό αδιέξοδο ή από δύσκολη γενικά θέση: Τον ξελάσπωσαν τ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξελάσπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξελασπώνω …   Dictionary of Greek

  • ξελάσπωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξελασπώνω, απαλλαγή από δύσκολη θέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”