- ξελασπώνω
- 1. καθαρίζω κάτι από τις λάσπες2. βγαίνω ή απαλλάσσομαι από τις λάσπες3. μτφ. α) βγάζω κάποιον από δύσκολη οικονομική κατάστασηβ) βγαίνω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν («πλήρωσα τα χρέη μου και ξελάσπωσα»).
Dictionary of Greek. 2013.